ωναξ

ωναξ
    ὦναξ
    или ὦ ΄ναξ in crasi или in elisione = ὦ См. ω ἄναξ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ωναξ" в других словарях:

  • ὤναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὦναξ — Ἄναξ , Ἄναξ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσείω — ἐνσείω (AM) [σείω] 1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.) 2. σείω με το χέρι αρχ. 1. χτυπώ βίαια στο έδαφος 2. καταστρέφω, διασπώ 3. εξωθώ, ωθώ 4. επιτίθεμαι, προσβάλλω …   Dictionary of Greek

  • οικώναξ — οἰκῶναξ, ακτος, ὁ (Α) κύριος τού σπιτιού, οικοδεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + ἄναξ (πρβλ. χειρ ώναξ)] …   Dictionary of Greek

  • ώνα — και ὦναξ, Α ιων. τ. (στην ποίηση) κράση αντί ὦ ἆνα και ὦ ἄναξ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»